επιδειπνώ

επιδειπνώ
ἐπιδειπνῶ, -έω (Α) [δειπνώ]
1. δειπνώ για δεύτερη φορά, τρώω δυο φορές
2. δειπνώ, γευματίζω
3. τρώω τα επιδόρπια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”